- πολιτογραφώ
- πολιτογραφῶ, -έω, ΝΜΑ [πολιτογράφος]νεοελλ.1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι(για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημααρχ.1. κάνω κάποιον πολίτη, εγγράφω κάποιον στους καταλόγους τών πολιτών («πολλῶν εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε πεπολιτογραφημένων», Διόδ.)2. ενεργώ ως πολιτογράφος, ως ληξίαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.