πολιτογραφώ

πολιτογραφώ
πολιτογραφῶ, -έω, ΝΜΑ [πολιτογράφος]
νεοελλ.
1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους
2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι
(για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα
αρχ.
1. κάνω κάποιον πολίτη, εγγράφω κάποιον στους καταλόγους τών πολιτών («πολλῶν εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε πεπολιτογραφημένων», Διόδ.)
2. ενεργώ ως πολιτογράφος, ως ληξίαρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολιτογραφώ — πολιτογραφώ, πολιτογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολιτογραφώ — πολιτογράφησα, πολιτογραφήθηκα, πολιτογραφημένος 1. κάνω κάποιον ξένο πολίτη ενός κράτους, δίνω υπηκοότητα σε κάποιον: Πολλοί μετανάστες πολιτογραφήθηκαν σε ξένα κράτη. 2. μτφ., καθιερώνω: Πολλές ξένες λέξεις πολιτογραφήθηκαν στη γλώσσα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπολιτογραφώ — ἐμπολιτογραφῶ ( έω) (Α) πολιτογραφώ, εγγράφω κάποιον ως πολίτη ή ως μέλος …   Dictionary of Greek

  • πολιτογράφημα — τὸ, Μ [πολιτογραφώ] η πολιτογραφία …   Dictionary of Greek

  • πολιτογράφηση — η, Ν η εγγραφή αλλοδαπού στα μητρώα τών πολιτών ενός κράτους και η παροχή ιθαγένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολιτογράφησις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • πολιτογραφία — ή, Α [πολιτογραφῶ] η εγγραφή κάποιου στους καταλόγους τών πολιτών («μετά δὲ τὴν πολιτογραφίαν τὴν ἐν τοῑς πόλεσι γενομένην», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • φυλετεύω — Α [φυλέτης] δέχομαι να συμπεριλάβω κάποιον στη φυλή, πολιτογραφώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”